Translation meaning & definition of the word "zoology" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ζωολογία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Zoology
[Ζωολογία]/zoʊɑləʤi/
noun
1. All the animal life in a particular region or period
- "The fauna of china"
- "The zoology of the pliocene epoch"
- synonym:
- fauna ,
- zoology
1. Όλη η ζωική ζωή σε μια συγκεκριμένη περιοχή ή περίοδο
- "Η πανίδα της κίνας"
- "Η ζωολογία της πλειόκαινης εποχής"
- συνώνυμο:
- πανίδα ,
- ζωολογία
2. The branch of biology that studies animals
- synonym:
- zoology ,
- zoological science
2. Ο κλάδος της βιολογίας που μελετά τα ζώα
- συνώνυμο:
- ζωολογία ,
- ζωολογική επιστήμη