Translation meaning & definition of the word "zone" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ζώνη" στην ελληνική γλώσσα
Zone
[Ζώνη]noun
1. A locally circumscribed place characterized by some distinctive features
- synonym:
- zone
1. Ένας τοπικά περιορισμένος τόπος που χαρακτηρίζεται από μερικά διακριτικά χαρακτηριστικά
- συνώνυμο:
- ζώνη
2. Any of the regions of the surface of the earth loosely divided according to latitude or longitude
- synonym:
- zone ,
- geographical zone
2. Οποιαδήποτε από τις περιοχές της επιφάνειας της γης χαλαρά διαιρεμένη σύμφωνα με το γεωγραφικό πλάτος ή το μήκος
- συνώνυμο:
- ζώνη ,
- γεωγραφική ζώνη
3. An area or region distinguished from adjacent parts by a distinctive feature or characteristic
- synonym:
- zone
3. Μια περιοχή ή περιοχή που διακρίνεται από τα παρακείμενα μέρη με ένα χαρακτηριστικό γνώρισμα ή χαρακτηριστικό
- συνώνυμο:
- ζώνη
4. (anatomy) any encircling or beltlike structure
- synonym:
- zone ,
- zona
4. (ανατομί) οποιαδήποτε περικυκλωτική ή ζωνοειδής δομή
- συνώνυμο:
- ζώνη ,
- ζόνα
verb
1. Regulate housing in
- Of certain areas of towns
- synonym:
- zone ,
- district
1. Ρυθμίζει τη στέγαση σε
- Ορισμένων περιοχών των πόλεων
- συνώνυμο:
- ζώνη ,
- περιοχή
2. Separate or apportion into sections
- "Partition a room off"
- synonym:
- partition ,
- zone
2. Χωριστά ή εναντίον τμημάτων
- "Διαίρεση ενός δωματίου"
- συνώνυμο:
- διαμέρισμα ,
- ζώνη