Translation meaning & definition of the word "zipper" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "φερμουάρ" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Zipper
[Φερμουάρ]/zɪpər/
noun
1. A fastener for locking together two toothed edges by means of a sliding tab
- synonym:
- slide fastener ,
- zip ,
- zipper ,
- zip fastener
1. Ένας συνδετήρας για το κλείδωμα μαζί δύο οδοντωτές άκρες μέσω μιας συρόμενης καρτέλας
- συνώνυμο:
- συνδετήρας διαφανειών ,
- φερμουάρ ,
- συνδετήρας φερμουάρ
verb
1. Close with a zipper
- "Zip up your jacket--it's cold"
- synonym:
- zip up ,
- zipper ,
- zip
1. Κλείστε με φερμουάρ
- "Βάλτε το σακάκι σας-είναι κρύο"
- συνώνυμο:
- φερμουάρ
Examples of using
The zipper is stuck.
Το φερμουάρ έχει κολλήσει.