Translation meaning & definition of the word "zing" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "παγωμένο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Zing
[Ζιγκ]/zɪŋ/
noun
1. A brief high-pitched buzzing or humming sound
- "The zing of the passing bullet"
- synonym:
- zing
1. Ένας σύντομος υψηλός ήχος βουητού ή βουητού
- "Το τσίμπημα της σφαίρας που περνά"
- συνώνυμο:
- ζιγκ
2. The activeness of an energetic personality
- synonym:
- dynamism ,
- pizzazz ,
- pizzaz ,
- oomph ,
- zing
2. Η ενεργοποίηση μιας ενεργητικής προσωπικότητας
- συνώνυμο:
- δυναμισμός ,
- πιτσατί ,
- πιτσαζ ,
- οόμφ ,
- ζιγκ