Translation meaning & definition of the word "zigzag" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ζιγκζάγκ" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Zigzag
[Ζιγκ-ζαγκ]/zɪgzæg/
noun
1. An angular shape characterized by sharp turns in alternating directions
- synonym:
- zigzag ,
- zig ,
- zag
1. Γωνιακό σχήμα που χαρακτηρίζεται από αιχμηρές στροφές σε εναλλασσόμενες κατευθύνσεις
- συνώνυμο:
- ζιγκ-ζαγκ ,
- ζιγκ ,
- ζαγκ
verb
1. Travel along a zigzag path
- "The river zigzags through the countryside"
- synonym:
- zigzag ,
- crank
1. Ταξιδέψτε κατά μήκος ενός μονοπατιού ζιγκ-ζαγκ
- "Ο ποταμός ζιγκ-ζαγκ μέσα από την ύπαιθρο"
- συνώνυμο:
- ζιγκ-ζαγκ ,
- στρόφαλοσ
adjective
1. Having short sharp turns or angles
- synonym:
- zigzag ,
- zig-zag
1. Έχοντας σύντομες αιχμηρές στροφές ή γωνίες
- συνώνυμο:
- ζιγκ-ζαγκ
adverb
1. In a zigzag course or on a zigzag path
- "Birds flew zigzag across the blue sky"
- synonym:
- zigzag
1. Σε ένα μάθημα ζιγκ-ζαγκ ή σε ένα μονοπάτι ζιγκ-ζαγκ
- "Τα πουλιά πέταξαν ζιγκ-ζαγκ στο γαλάζιο του ουρανού"
- συνώνυμο:
- ζιγκ-ζαγκ