Translation meaning & definition of the word "zealous" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ζεστό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Zealous
[Ζηλωτικόσ]/zɛləs/
adjective
1. Marked by active interest and enthusiasm
- "An avid sports fan"
- synonym:
- avid ,
- zealous
1. Χαρακτηρίζεται από ενεργό ενδιαφέρον και ενθουσιασμό
- "Ένας άπληστος αθλητικός φίλαθλος"
- συνώνυμο:
- άβιντ ,
- ζηλωτήσ