Translation meaning & definition of the word "yurt" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "ευαίσθητο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Yurt
[Περιπλανώμαι]/jʊrt/
noun
1. A circular domed dwelling that is portable and self-supporting
- Originally used by nomadic mongol and turkic people of central asia but now used as inexpensive alternative or temporary housing
- synonym:
- yurt
1. Μια κυκλική θολωτή κατοικία που είναι φορητή και αυτοφερόμενη
- Αρχικά χρησιμοποιήθηκε από τους νομαδικούς μογγόλους και τουρκικούς της κεντρικής ασίας, αλλά τώρα χρησιμοποιείται ως φθηνή εναλλακτική ή προσωρινή κατοικία
- συνώνυμο:
- γιούρτι