Translation meaning & definition of the word "youthful" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "νεανική" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Youthful
[Νεανικός]/juθfəl/
adjective
1. Suggestive of youth
- Vigorous and fresh
- "He is young for his age"
- synonym:
- youthful ,
- vernal ,
- young
1. Υποδεικνύοντας τη νεολαία
- Δυνατός και φρέσκος
- "Είναι νέος για την ηλικία του"
- συνώνυμο:
- νεανικός ,
- βερνάλ ,
- νέος
Examples of using
Though he is old, he has a youthful spirit.
Αν και είναι γέρος, έχει ένα νεανικό πνεύμα.