Translation meaning & definition of the word "yore" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "παραγωγή" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Yore
[Ουρλιάζω]/jɔr/
noun
1. Time long past
- synonym:
- yore
1. Πολύ καιρό παρελθόν
- συνώνυμο:
- ναι