Translation meaning & definition of the word "yonder" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αντίπαλος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Yonder
[Σκεπτόμενοσ]/jɑndər/
adjective
1. Distant but within sight (`yon' is dialectal)
- "Yonder valley"
- "The hills yonder"
- "What is yon place?"
- synonym:
- yonder ,
- yon
1. Μακρινό αλλά μέσα στην όραση (`γιόν' είναι η διαλεκταλ)
- "Κοιλάδα αναμεταδότη"
- "Οι λόφοι ανακατεύονται"
- "Τι είναι το μέρος του γιουν?"
- συνώνυμο:
- αναλυτήσ ,
- γιον
adverb
1. At or in an indicated (usually distant) place (`yon' is archaic and dialectal)
- "The house yonder"
- "Scattered here and yon"- calder willingham
- synonym:
- yonder ,
- yon
1. Σε ή σε ένα υποδεικνυόμενο (συνήθως μακρινό) μέρος (`γυόν' είναι αρχαϊκό και διαλεκταλ)
- "Ο σπίτι αναρτητής"
- "Διαλύθηκε εδώ και ναι" - κάλντερ γουίλινγκαμ
- συνώνυμο:
- αναλυτήσ ,
- γιον
Examples of using
I put my pencils yonder on the bed.
Έβαλα τα μολύβια μου στο κρεβάτι.