Translation meaning & definition of the word "yodel" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μοντέλο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Yodel
[Γιοντέλ]/joʊdəl/
noun
1. A songlike cry in which the voice fluctuates rapidly between the normal voice and falsetto
- synonym:
- yodel
1. Μια τραγουδιστική κραυγή στην οποία η φωνή κυμαίνεται γρήγορα μεταξύ της κανονικής φωνής και του φαλσέτο
- συνώνυμο:
- νεαρός
verb
1. Sing by changing register
- Sing by yodeling
- "The austrians were yodeling in the mountains"
- synonym:
- yodel ,
- warble ,
- descant
1. Τραγουδήστε αλλάζοντας εγγραφή
- Τραγουδήστε με το νεύμα
- "Οι αυστριακοί έκαναν νοσταλγία στα βουνά"
- συνώνυμο:
- νεαρός ,
- πολεμοχαρήσ ,
- κατεβαίνω