Translation meaning & definition of the word "yielding" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "απόδοση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Yielding
[Υποχωρώ]/jildɪŋ/
noun
1. A verbal act of admitting defeat
- synonym:
- giving up ,
- yielding ,
- surrender
1. Μια λεκτική πράξη αποδοχής της ήττας
- συνώνυμο:
- εγκαταλείπω ,
- παρακαμπτήριο ,
- παραδίδω
2. The act of conceding or yielding
- synonym:
- concession ,
- conceding ,
- yielding
2. Η πράξη της παραχώρησης ή της απόδοσης
- συνώνυμο:
- παραχώρηση ,
- παραδέχθηκε ,
- παρακαμπτήριο
adjective
1. Inclined to yield to argument or influence or control
- "A timid yielding person"
- synonym:
- yielding
1. Τείνει να υποχωρήσει σε επιχείρημα ή επιρροή ή έλεγχο
- "Ένα δειλό πρόσωπο που αποδίδει"
- συνώνυμο:
- παρακαμπτήριο
2. Lacking stiffness and giving way to pressure
- "A deep yielding layer of foam rubber"
- synonym:
- yielding
2. Έλλειψη ακαμψίας και παροχή πίεσης
- "Ένα βαθύ στρώμα απόδοσης του λάστιχου αφρού"
- συνώνυμο:
- παρακαμπτήριο
3. Tending to give in or surrender or agree
- "Too yielding to make a stand against any encroachments"- v.i.parrington
- synonym:
- yielding
3. Τείνουν να παραδοθούν ή να συμφωνήσουν
- "Πολύ αποδίδοντας για να κάνει μια στάση ενάντια σε οποιαδήποτε καταπάτηση"- β.ι.πάρινγκτον
- συνώνυμο:
- παρακαμπτήριο
Examples of using
He went out, yielding to a sudden impulse.
Βγήκε έξω, αποδίδοντας σε μια ξαφνική ώθηση.