Translation meaning & definition of the word "yield" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "απόδοση" στην ελληνική γλώσσα
Yield
[Απόδοση]noun
1. Production of a certain amount
- synonym:
- output ,
- yield
1. Παραγωγή συγκεκριμένου ποσού
- συνώνυμο:
- παραγωγή ,
- απόδοση
2. The income or profit arising from such transactions as the sale of land or other property
- "The average return was about 5%"
- synonym:
- return ,
- issue ,
- take ,
- takings ,
- proceeds ,
- yield ,
- payoff
2. Το εισόδημα ή το κέρδος που προκύπτει από συναλλαγές όπως η πώληση γης ή άλλης περιουσίας
- "Η μέση απόδοση ήταν περίπου 5%"
- συνώνυμο:
- επιστροφή ,
- θέμα ,
- παίρνω ,
- παραλαβέσ ,
- έσοδα ,
- απόδοση ,
- αποπληρωμή
3. An amount of a product
- synonym:
- yield ,
- fruit
3. Ποσότητα ενός προϊόντος
- συνώνυμο:
- απόδοση ,
- φρούτα
4. The quantity of something (as a commodity) that is created (usually within a given period of time)
- "Production was up in the second quarter"
- synonym:
- output ,
- yield ,
- production
4. Η ποσότητα του κάτι (ας ένα εμπόρευμα) που δημιουργείται (συνήθως μέσα σε μια δεδομένη χρονική περίοδο )
- "Η παραγωγή αυξήθηκε στο δεύτερο τρίμηνο"
- συνώνυμο:
- παραγωγή ,
- απόδοση
verb
1. Be the cause or source of
- "He gave me a lot of trouble"
- "Our meeting afforded much interesting information"
- synonym:
- yield ,
- give ,
- afford
1. Να είναι η αιτία ή η πηγή του
- "Μου έδωσε πολλά προβλήματα"
- "Η συνάντησή μας έδωσε πολύ ενδιαφέρουσες πληροφορίες"
- συνώνυμο:
- απόδοση ,
- δίνω ,
- αντέχω
2. End resistance, as under pressure or force
- "The door yielded to repeated blows with a battering ram"
- synonym:
- give way ,
- yield
2. Αντίσταση τελών, όπως υπό την πίεση ή τη δύναμη
- "Η πόρτα παραδόθηκε σε επαναλαμβανόμενα χτυπήματα με ένα κτύπημα κριού"
- συνώνυμο:
- παραδίδω ,
- απόδοση
3. Give or supply
- "The cow brings in 5 liters of milk"
- "This year's crop yielded 1,000 bushels of corn"
- "The estate renders some revenue for the family"
- synonym:
- render ,
- yield ,
- return ,
- give ,
- generate
3. Δίνω ή παρέχω
- "Η αγελάδα φέρνει 5 λίτρα γάλα"
- "Η φετινή καλλιέργεια απέδωσε 1.000 καλαμπόκι"
- "Το κτήμα καθιστά κάποια έσοδα για την οικογένεια"
- συνώνυμο:
- αποδίδω ,
- απόδοση ,
- επιστροφή ,
- δίνω ,
- παράγω
4. Give over
- Surrender or relinquish to the physical control of another
- synonym:
- concede ,
- yield ,
- cede ,
- grant
4. Παραδίδω
- Παραδοθείτε ή παραιτηθείτε από τον φυσικό έλεγχο ενός άλλου
- συνώνυμο:
- παραδέχομαι ,
- απόδοση ,
- παραχωρώ ,
- επιχορήγηση
5. Give in, as to influence or pressure
- synonym:
- yield ,
- relent ,
- soften
5. Ενδώστε, ως προς την επιρροή ή την πίεση
- συνώνυμο:
- απόδοση ,
- αναμετρώ ,
- μαλακώνω
6. Move in order to make room for someone for something
- "The park gave way to a supermarket"
- "`move over,' he told the crowd"
- synonym:
- move over ,
- give way ,
- give ,
- ease up ,
- yield
6. Μετακινηθείτε για να κάνετε χώρο για κάποιον για κάτι
- "Το πάρκο έδωσε τη θέση του σε ένα σούπερ μάρκετ"
- "Μετακινηθείτε, είπε στο πλήθος"
- συνώνυμο:
- περπατώ ,
- παραδίδω ,
- δίνω ,
- απαλύνω ,
- απόδοση
7. Cause to happen or be responsible for
- "His two singles gave the team the victory"
- synonym:
- give ,
- yield
7. Αιτία να συμβεί ή να είναι υπεύθυνος για
- "Τα δυο τους μοναδικά έδωσαν στην ομάδα τη νίκη"
- συνώνυμο:
- δίνω ,
- απόδοση
8. Be willing to concede
- "I grant you this much"
- synonym:
- concede ,
- yield ,
- grant
8. Να είστε πρόθυμοι να παραδεχτείτε
- "Σου δίνω τόσα πολλά"
- συνώνυμο:
- παραδέχομαι ,
- απόδοση ,
- επιχορήγηση
9. Be fatally overwhelmed
- synonym:
- succumb ,
- yield
9. Είμαι θανάσιμα συγκλονισμένος
- συνώνυμο:
- υποκύπτω ,
- απόδοση
10. Bring in
- "Interest-bearing accounts"
- "How much does this savings certificate pay annually?"
- synonym:
- yield ,
- pay ,
- bear
10. Φέρνω
- "Ενδιαφέροντες λογαριασμοί"
- "Πόσο πληρώνει αυτό το πιστοποιητικό αποταμίευσης ετησίως?"
- συνώνυμο:
- απόδοση ,
- πληρώνω ,
- αρκούδα
11. Be flexible under stress of physical force
- "This material doesn't give"
- synonym:
- give ,
- yield
11. Να είστε ευέλικτοι υπό το άγχος της σωματικής δύναμης
- "Αυτό το υλικό δεν δίνει"
- συνώνυμο:
- δίνω ,
- απόδοση
12. Cease opposition
- Stop fighting
- synonym:
- yield
12. Παύση της αντιπολίτευσης
- Σταματήστε να παλεύετε
- συνώνυμο:
- απόδοση
13. Consent reluctantly
- synonym:
- yield ,
- give in ,
- succumb ,
- knuckle under ,
- buckle under
13. Συγκατάθεση απρόθυμα
- συνώνυμο:
- απόδοση ,
- ενδίδω ,
- υποκύπτω ,
- από κάτω παραμένει αναπηδήσ ,
- πόρπη κάτω