Translation meaning & definition of the word "yew" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "εγώ" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Yew
[Σημειώνω]/ju/
noun
1. Wood of a yew
- Especially the durable fine-grained light brown or red wood of the english yew valued for cabinetwork and archery bows
- synonym:
- yew
1. Ξύλο από μια αποφυγή
- Ειδικά το ανθεκτικό λεπτόκοκκο ανοιχτό καφέ ή κόκκινο ξύλο του αγγλικού γιου εκτιμάται για τα ντουλάπια και τα τόξα τοξοβολίας
- συνώνυμο:
- ναι
2. Any of numerous evergreen trees or shrubs having red cup-shaped berries and flattened needlelike leaves
- synonym:
- yew
2. Οποιοδήποτε από τα πολυάριθμα αειθαλή δέντρα ή θάμνους που έχουν κόκκινα μούρα σε σχήμα κυπέλλου και πεπλατυσμένα φύλλα βελόνας
- συνώνυμο:
- ναι