Translation meaning & definition of the word "yes" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ναι" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Yes
[Ναι]/jɛs/
noun
1. An affirmative
- "I was hoping for a yes"
- synonym:
- yes
1. Καταφατικό
- "Ήλπιζα για ένα ναι"
- συνώνυμο:
- ναι
Examples of using
Why did Tom say yes?
Γιατί ο Τομ είπε ναι?
Tom thinks there's a good chance that Mary will say yes.
Ο Τομ νομίζει ότι υπάρχει μια καλή πιθανότητα ότι η Μαίρη θα πει ναι.
He said "yes".
Είπε "ναι".