Translation meaning & definition of the word "yelp" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "βοήθεια" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Yelp
[Φωλιάζω]/jɛlp/
noun
1. A sharp high-pitched cry (especially by a dog)
- synonym:
- yip ,
- yelp ,
- yelping
1. Μια απότομη υψηλή κραυγή (ειδικά από ένα σκύλο)
- συνώνυμο:
- γιπ ,
- φελλό ,
- φωνάζω
verb
1. Bark in a high-pitched tone
- "The puppies yelped"
- synonym:
- yelp ,
- yip ,
- yap
1. Φλοιός σε υψηλό τόνο
- "Τα κουτάβια φώναζαν"
- συνώνυμο:
- φελλό ,
- γιπ ,
- ναι