Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "yellow" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κίτρινο" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Yellow

[Κίτρινο]
/jɛloʊ/

noun

1. Yellow color or pigment

  • The chromatic color resembling the hue of sunflowers or ripe lemons
    synonym:
  • yellow
  • ,
  • yellowness

1. Κίτρινο χρώμα ή χρωστική ουσία

  • Το χρωματικό χρώμα που μοιάζει με την απόχρωση των ηλιοτρόπιων ή των ώριμων λεμονιών
    συνώνυμο:
  • κίτρινο
  • ,
  • κιτρινίλα

verb

1. Turn yellow

  • "The pages of the book began to yellow"
    synonym:
  • yellow

1. Γίνομαι κίτρινος

  • "Οι σελίδες του βιβλίου άρχισαν να κιτρινίζουν"
    συνώνυμο:
  • κίτρινο

adjective

1. Of the color intermediate between green and orange in the color spectrum

  • Of something resembling the color of an egg yolk
    synonym:
  • yellow
  • ,
  • yellowish
  • ,
  • xanthous

1. Από το χρώμα ενδιάμεσο μεταξύ πράσινου και πορτοκαλί στο φάσμα των χρωμάτων

  • Από κάτι που μοιάζει με το χρώμα ενός κρόκου αυγού
    συνώνυμο:
  • κίτρινο
  • ,
  • κιτρινωπό
  • ,
  • ξανθόσ

2. Easily frightened

    synonym:
  • chicken
  • ,
  • chickenhearted
  • ,
  • lily-livered
  • ,
  • white-livered
  • ,
  • yellow
  • ,
  • yellow-bellied

2. Φοβάται εύκολα

    συνώνυμο:
  • κοτόπουλο
  • ,
  • αναποφλοίωτοσ
  • ,
  • κρίνος
  • ,
  • λευκόσαρκοσ
  • ,
  • κίτρινο
  • ,
  • κίτρινο-κοιλιακό

3. Changed to a yellowish color by age

  • "Yellowed parchment"
    synonym:
  • yellow
  • ,
  • yellowed

3. Αλλαγή σε κιτρινωπό χρώμα ανά ηλικία

  • "Κιτρινισμένη περγαμηνή"
    συνώνυμο:
  • κίτρινο
  • ,
  • κιτρινισμένο

4. Typical of tabloids

  • "Sensational journalistic reportage of the scandal"
  • "Yellow press"
    synonym:
  • scandalmongering
  • ,
  • sensationalistic
  • ,
  • yellow(a)

4. Χαρακτηριστικό των ταμπλοειδών

  • "Εντυπωσιακό δημοσιογραφικό ρεπορτάζ του σκανδάλου"
  • "Κίτρινος τύπος"
    συνώνυμο:
  • σκανδαλοθηρία
  • ,
  • εντυπωσιακόσ
  • ,
  • κιτριν()

5. Cowardly or treacherous

  • "The little yellow stain of treason"-m.w.straight
  • "Too yellow to stand and fight"
    synonym:
  • yellow

5. Δειλός ή ύπουλος

  • "Ο μικρός κίτρινος λεκές της προδοσίας"-μ.δ. τράπεζα
  • "Πολύ κίτρινο για να σταθεί και να πολεμήσει"
    συνώνυμο:
  • κίτρινο

6. Affected by jaundice which causes yellowing of skin etc

    synonym:
  • jaundiced
  • ,
  • icteric
  • ,
  • yellow

6. Επηρεάζεται από ίκτερο που προκαλεί κιτρίνισμα του δέρματος κ.λπ

    συνώνυμο:
  • περιπλανώμενοσ
  • ,
  • ικτερικόσ
  • ,
  • κίτρινο

Examples of using

Ripe bananas have the yellow colour.
Οι ώριμες μπανάνες έχουν το κίτρινο χρώμα.
The cheese is not yellow.
Το τυρί δεν είναι κίτρινο.
The cheese is yellow.
Το τυρί είναι κίτρινο.