Translation meaning & definition of the word "yeast" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "νόημα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Yeast
[Μαγιά]/jist/
noun
1. A commercial leavening agent containing yeast cells
- Used to raise the dough in making bread and for fermenting beer or whiskey
- synonym:
- yeast ,
- barm
1. Ένας εμπορικός παράγοντας διόγκωσης που περιέχει τα κύτταρα μαγιάς
- Χρησιμοποιείται για την αύξηση της ζύμης στην παρασκευή ψωμιού και για τη ζύμωση μπύρας ή ουίσκι
- συνώνυμο:
- μαγιά ,
- μπάρμπεκιου
2. Any of various single-celled fungi that reproduce asexually by budding or division
- synonym:
- yeast
2. Οποιοσδήποτε από τους διάφορους μονοκύτταρους μύκητες που αναπαράγονται ασεξουαλικά με εκκολαπτόμενη ή διαίρεση
- συνώνυμο:
- μαγιά