Translation meaning & definition of the word "yearly" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ετήσια" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Yearly
[Ετήσιος]/jɪrli/
noun
1. A reference book that is published regularly once every year
- synonym:
- annual ,
- yearly ,
- yearbook
1. Ένα βιβλίο αναφοράς που δημοσιεύεται τακτικά μία φορά το χρόνο
- συνώνυμο:
- ετήσιο ,
- ετήσιος
adjective
1. Occurring or payable every year
- "An annual trip to paris"
- "Yearly medical examinations"
- "Annual (or yearly) income"
- synonym:
- annual ,
- yearly
1. Εκτελούνται ή πληρώνονται κάθε χρόνο
- "Ετήσιο ταξίδι στο παρίσι"
- "Ετήσιες ιατρικές εξετάσεις"
- "Ετήσιο ( ετήσιο εισόδημα"
- συνώνυμο:
- ετήσιο ,
- ετήσιος
adverb
1. Without missing a year
- "They travel to china annually"
- synonym:
- annually ,
- yearly ,
- every year ,
- each year
1. Χωρίς να χάσει ούτε ένα χρόνο
- "Ταξιδεύουν στην κίνα κάθε χρόνο"
- συνώνυμο:
- ετησίως ,
- ετήσιος ,
- κάθε χρόνο
Examples of using
I visit the city yearly.
Επισκέπτομαι την πόλη κάθε χρόνο.
I visit the city yearly.
Επισκέπτομαι την πόλη κάθε χρόνο.