Translation meaning & definition of the word "yearling" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ετησίων" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Yearling
[Αναζωογονητικόσ]/jərlɪŋ/
noun
1. A young child
- synonym:
- toddler ,
- yearling ,
- tot ,
- bambino
1. Ένα μικρό παιδί
- συνώνυμο:
- μικρό παιδί ,
- λαχτάρα ,
- τετραγωνίζω ,
- μπαμπίνο
2. A racehorse considered one year old until the second jan. 1 following its birth
- synonym:
- yearling
2. Ένα ιπποδρόμιο θεωρείται ενός έτους μέχρι τη δεύτερη 1η ιανουαρίου μετά τη γέννησή του
- συνώνυμο:
- λαχτάρα
3. An animal in its second year
- synonym:
- yearling
3. Ένα ζώο στο δεύτερο έτος
- συνώνυμο:
- λαχτάρα