Translation meaning & definition of the word "yawning" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "τέντα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Yawning
[Χασμουρητό]/jɔnɪŋ/
noun
1. An involuntary intake of breath through a wide open mouth
- Usually triggered by fatigue or boredom
- "He could not suppress a yawn"
- "The yawning in the audience told him it was time to stop"
- "He apologized for his oscitancy"
- synonym:
- yawn ,
- yawning ,
- oscitance ,
- oscitancy
1. Μια ακούσια πρόσληψη αναπνοής μέσα από ένα ευρύ ανοιχτό στόμα
- Συνήθως προκαλείται από κόπωση ή πλήξη
- "Δεν μπορούσε να καταστείλει ένα χασμουρητό"
- "Το χασμουρητό στο κοινό του είπε ότι ήταν καιρός να σταματήσει"
- "Ζητούσε συγγνώμη για την ταλάντωσή του"
- συνώνυμο:
- χασμουρητό ,
- ταλάντωση ,
- ταλαντεία
adjective
1. Gaping open as if threatening to engulf someone or something
- "The yawning mine shaft"
- "A yawning abyss"
- synonym:
- yawning
1. Ανοιχτό σαν να απειλεί να καταπιεί κάποιον ή κάτι
- "Ο άξονας του χασμουρητού ορυχείου"
- "Μια χασμουρητή άβυσσος"
- συνώνυμο:
- χασμουρητό
2. With the mouth wide open indicating boredom or sleepiness
- "A yawning congregation"
- synonym:
- yawning
2. Με το στόμα ευρύ ανοιχτό που δείχνει πλήξη ή υπνηλία
- "Μια εκκλησία που χασμουριέται"
- συνώνυμο:
- χασμουρητό
3. Showing lack of attention or boredom
- "The yawning congregation"
- synonym:
- drowsy ,
- oscitant ,
- yawning(a)
3. Εμφάνιση έλλειψης προσοχής ή πλήξης
- "Η εκκλησία του χασμουρητού"
- συνώνυμο:
- ανατριχιαστικός ,
- ταλαντευόμενοσ ,
- χασμουρινγκ(α)
Examples of using
Tom is yawning.
Ο Τομ χασμουριέται.