Translation meaning & definition of the word "yaw" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ναι" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Yaw
[Στόμα]/jɔ/
noun
1. An erratic deflection from an intended course
- synonym:
- yaw ,
- swerve
1. Μια ακανόνιστη εκτροπή από ένα επιδιωκόμενο μάθημα
- συνώνυμο:
- ναυαγε ,
- ταλαντεύω
verb
1. Be wide open
- "The deep gaping canyon"
- synonym:
- gape ,
- yawn ,
- yaw
1. Είμαι ανοιχτός
- "Το βαθύ φαράγγι που ανοίγει"
- συνώνυμο:
- αποτυχία ,
- χασμουρητό ,
- ναυαγε
2. Deviate erratically from a set course
- "The yawing motion of the ship"
- synonym:
- yaw
2. Αποκλίνει με λάθος τρόπο από ένα καθορισμένο μάθημα
- "Η κίνηση του πλοίου"
- συνώνυμο:
- ναυαγε
3. Swerve off course momentarily
- "The ship yawed when the huge waves hit it"
- synonym:
- yaw
3. Αποφύγετε την πορεία στιγμιαία
- "Το πλοίο ναυάγησε όταν το χτύπησαν τα τεράστια κύματα"
- συνώνυμο:
- ναυαγε