Translation meaning & definition of the word "yard" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αυλή" στην ελληνική γλώσσα
Yard
[Αυλή]noun
1. A unit of length equal to 3 feet
- Defined as 91.44 centimeters
- Originally taken to be the average length of a stride
- synonym:
- yard ,
- pace
1. Μια μονάδα μήκους ίση με 3 πόδια
- Ορίζεται ως 91,44 εκατοστά
- Αρχικά θεωρήθηκε ότι είναι το μέσο μήκος ενός βήματος
- συνώνυμο:
- αυλή ,
- ρυθμός
2. The enclosed land around a house or other building
- "It was a small house with almost no yard"
- synonym:
- yard ,
- grounds ,
- curtilage
2. Το κλειστό έδαφος γύρω από ένα σπίτι ή άλλο κτίριο
- "Ήταν ένα μικρό σπίτι χωρίς σχεδόν καθόλου αυλή"
- συνώνυμο:
- αυλή ,
- λόγοι ,
- κατάτμηση
3. A tract of land enclosed for particular activities (sometimes paved and usually associated with buildings)
- "They opened a repair yard on the edge of town"
- synonym:
- yard
3. Μια περιοχή που περικλείεται για συγκεκριμένες δραστηριότητες (μερικές φορές στρωμένη και συνήθως συνδέεται με κτίρια)
- "Άνοιξαν μια αυλή επισκευής στην άκρη της πόλης"
- συνώνυμο:
- αυλή
4. The cardinal number that is the product of 10 and 100
- synonym:
- thousand ,
- one thousand ,
- 1000 ,
- M ,
- K ,
- chiliad ,
- G ,
- grand ,
- thou ,
- yard
4. Ο καρδινάλιος αριθμός που είναι το προϊόν των 10 και 100
- συνώνυμο:
- χιλιάδες ,
- χίλια ,
- 1000 ,
- Μ ,
- Κ ,
- χιλιάδα ,
- Γ ,
- μεγάλος ,
- εσύ ,
- αυλή
5. A unit of volume (as for sand or gravel)
- synonym:
- cubic yard ,
- yard
5. Μονάδα όγκου (α για άμμο ή χαλίκι)
- συνώνυμο:
- κυβική αυλή ,
- αυλή
6. A tract of land where logs are accumulated
- synonym:
- yard
6. Μια περιοχή γης όπου συσσωρεύονται τα αρχεία καταγραφής
- συνώνυμο:
- αυλή
7. An area having a network of railway tracks and sidings for storage and maintenance of cars and engines
- synonym:
- yard ,
- railway yard ,
- railyard
7. Ένας χώρος που διαθέτει δίκτυο σιδηροδρομικών γραμμών και τοποθετήσεων για την αποθήκευση και συντήρηση αυτοκινήτων και κινητήρων
- συνώνυμο:
- αυλή ,
- σιδηροδρομική αυλή ,
- παλαβός
8. A long horizontal spar tapered at the end and used to support and spread a square sail or lateen
- synonym:
- yard
8. Ένα μακρύ οριζόντιο σπαρ κωνικό στο τέλος και συνήθιζε να υποστηρίζει και να διαδίδει ένα τετράγωνο πανί ή αργά
- συνώνυμο:
- αυλή
9. An enclosure for animals (as chicken or livestock)
- synonym:
- yard
9. Ένα περίβλημα για τα ζώα ( κοτόπουλο ή ζωικό κεφάλαιο)
- συνώνυμο:
- αυλή