Translation meaning & definition of the word "yap" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "σωρός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Yap
[Γιαπ]/jæp/
noun
1. Informal terms for the mouth
- synonym:
- trap ,
- cakehole ,
- hole ,
- maw ,
- yap ,
- gob
1. Ανεπίσημοι όροι για το στόμα
- συνώνυμο:
- παγίδα ,
- τούρτα ,
- τρύπα ,
- μάου ,
- ναι ,
- βουβός
verb
1. Bark in a high-pitched tone
- "The puppies yelped"
- synonym:
- yelp ,
- yip ,
- yap
1. Φλοιός σε υψηλό τόνο
- "Τα κουτάβια φώναζαν"
- συνώνυμο:
- φελλό ,
- γιπ ,
- ναι