Translation meaning & definition of the word "yam" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "γιαμ" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Yam
[Γιαμ]/jæm/
noun
1. Edible tuber of any of several yams
- synonym:
- yam
1. Βρώσιμοι κόνδυλοι οποιουδήποτε από πολλά γιαμ
- συνώνυμο:
- γιαμ
2. Any of a number of tropical vines of the genus dioscorea many having edible tuberous roots
- synonym:
- yam ,
- yam plant
2. Οποιοδήποτε από έναν αριθμό τροπικών αμπελώνων του γένους διοσκορέα πολλοί έχουν βρώσιμες φυματώδεις ρίζες
- συνώνυμο:
- γιαμ ,
- φυτό γιαμ
3. Sweet potato with deep orange flesh that remains moist when baked
- synonym:
- yam
3. Γλυκοπατάτα με βαθιά πορτοκαλί σάρκα που παραμένει υγρή όταν ψήνεται
- συνώνυμο:
- γιαμ
4. Edible tuberous root of various yam plants of the genus dioscorea grown in the tropics world-wide for food
- synonym:
- yam
4. Βρώσιμη κονδυλώδης ρίζα διαφόρων φυτών του γένους διοσκορέα που καλλιεργούνται στις τροπικές περιοχές παγκοσμίως για τα τρόφιμα
- συνώνυμο:
- γιαμ