Translation meaning & definition of the word "yale" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πώληση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Yale
[Γέιλ]/jel/
noun
1. A university in connecticut
- synonym:
- Yale University ,
- Yale
1. Ένα πανεπιστήμιο στο κονέκτικατ
- συνώνυμο:
- Πανεπιστήμιο Γέιλ ,
- Γέιλ
2. English philanthropist who made contributions to a college in connecticut that was renamed in his honor (1649-1721)
- synonym:
- Yale ,
- Elihu Yale
2. Άγγλος φιλάνθρωπος που συνέβαλε σε κολέγιο στο κονέκτικατ που μετονομάστηκε προς τιμήν του (1649-1721)
- συνώνυμο:
- Γέιλ ,
- Ελιού Γέιλ