Translation meaning & definition of the word "wry" into Greek language
Μεταφραστικό νόημα & ορισμός της λέξης "ξεροφτιάξτε" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Wry
[Στραβός]/raɪ/
adjective
1. Humorously sarcastic or mocking
- "Dry humor"
- "An ironic remark often conveys an intended meaning obliquely"
- "An ironic novel"
- "An ironical smile"
- "With a wry scottish wit"
- synonym:
- dry ,
- ironic ,
- ironical ,
- wry
1. Υπερβολικά σαρκαστικό ή χλευαστικό
- "Ξηρό χιούμορ"
- "Μια ειρωνική παρατήρηση συχνά μεταφέρει μια επιδιωκόμενη έννοια λοξά"
- "Ειρωνικό μυθιστόρημα"
- "Ειρωνικό χαμόγελο"
- "Με ένα πνεύμα σκωτσέζο"
- συνώνυμο:
- ξηρός ,
- ειρωνικό ,
- ευφραδήσ
2. Bent to one side
- "A wry neck"
- synonym:
- wry
2. Λυγισμένος στη μία πλευρά
- "Ένας λαιμός"
- συνώνυμο:
- ευφραδήσ
Examples of using
Mary looks to you with a wry, respectful smile.
Η Μαίρη σε κοιτάζει με ένα πανίσχυρο, σεβαστό χαμόγελο.