Translation meaning & definition of the word "wrongdoing" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "λάθος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Wrongdoing
[Λάθος]/rɔŋduɪŋ/
noun
1. Departure from what is ethically acceptable
- synonym:
- error ,
- wrongdoing
1. Αποχώρηση από αυτό που είναι ηθικά αποδεκτό
- συνώνυμο:
- σφάλμα ,
- αδίκημα
2. Activity that transgresses moral or civil law
- "He denied any wrongdoing"
- synonym:
- wrongdoing ,
- wrongful conduct ,
- misconduct ,
- actus reus
2. Δραστηριότητες που παραβιάζουν το ηθικό ή το αστικό δίκαιο
- "Αρνήθηκε οποιαδήποτε αδικία"
- συνώνυμο:
- αδίκημα ,
- λανθασμένη συμπεριφορά ,
- παραπλανώ ,
- ακτούς Ρέους