Translation meaning & definition of the word "wrongdoer" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "παραβάτης" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Wrongdoer
[Παραπλανητήσ]/rɔŋduər/
noun
1. A person who transgresses moral or civil law
- synonym:
- wrongdoer ,
- offender
1. Πρόσωπο που παραβιάζει το ηθικό ή το αστικό δίκαιο
- συνώνυμο:
- αδικοπραξίασ ,
- παραβάτησ