Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "wrong" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "λάθος" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Wrong

[Λάθος]
/rɔŋ/

noun

1. That which is contrary to the principles of justice or law

  • "He feels that you are in the wrong"
    synonym:
  • wrong
  • ,
  • wrongfulness

1. Αυτό που είναι αντίθετο με τις αρχές της δικαιοσύνης ή του νόμου

  • "Νιώθει ότι κάνεις λάθος"
    συνώνυμο:
  • λάθος
  • ,
  • αδικία

2. Any harm or injury resulting from a violation of a legal right

    synonym:
  • wrong
  • ,
  • legal injury
  • ,
  • damage

2. Οποιαδήποτε ζημία ή ζημία που προκύπτει από παραβίαση νομικού δικαιώματος

    συνώνυμο:
  • λάθος
  • ,
  • νομική ζημία
  • ,
  • ζημιά

verb

1. Treat unjustly

  • Do wrong to
    synonym:
  • wrong

1. Αντιμετωπίστε άδικα

  • Κάνω λάθος στο
    συνώνυμο:
  • λάθος

adjective

1. Not correct

  • Not in conformity with fact or truth
  • "An incorrect calculation"
  • "The report in the paper is wrong"
  • "Your information is wrong"
  • "The clock showed the wrong time"
  • "Found themselves on the wrong road"
  • "Based on the wrong assumptions"
    synonym:
  • incorrect
  • ,
  • wrong

1. Όχι σωστό

  • Όχι σύμφωνα με το γεγονός ή την αλήθεια
  • "Λάθος υπολογισμός"
  • "Η έκθεση στην εφημερίδα είναι λάθος"
  • "Οι πληροφορίες σας είναι λάθος"
  • "Το ρολόι έδειξε λάθος χρόνο"
  • "Βρέθηκαν σε λάθος δρόμο"
  • "Με βάση τις λανθασμένες υποθέσεις"
    συνώνυμο:
  • λανθασμένοσ
  • ,
  • λάθος

2. Contrary to conscience or morality or law

  • "It is wrong for the rich to take advantage of the poor"
  • "Cheating is wrong"
  • "It is wrong to lie"
    synonym:
  • wrong

2. Σε αντίθεση με τη συνείδηση ή την ηθική ή το νόμο

  • "Είναι λάθος για τους πλούσιους να εκμεταλλεύονται τους φτωχούς"
  • "Το τσιπς είναι λάθος"
  • "Είναι λάθος να λες ψέματα"
    συνώνυμο:
  • λάθος

3. Not appropriate for a purpose or occasion

  • "Said all the wrong things"
    synonym:
  • improper
  • ,
  • wrong

3. Δεν είναι κατάλληλο για σκοπό ή περίσταση

  • "Είπε όλα τα λάθος πράγματα"
    συνώνυμο:
  • ακατάλληλος
  • ,
  • λάθος

4. Not functioning properly

  • "Something is amiss"
  • "Has gone completely haywire"
  • "Something is wrong with the engine"
    synonym:
  • amiss(p)
  • ,
  • awry(p)
  • ,
  • haywire
  • ,
  • wrong(p)

4. Δεν λειτουργεί σωστά

  • "Κάτι είναι λάθος"
  • "Έχει πάει εντελώς αλάτι"
  • "Κάτι δεν πάει καλά με τον κινητήρα"
    συνώνυμο:
  • αμισ()<TAG1>
  • ,
  • υπ()<TAG1>
  • ,
  • αγκυροβόλιο
  • ,
  • λάθος()<TAG1>

5. Based on or acting or judging in error

  • "It is wrong to think that way"
    synonym:
  • wrong

5. Με βάση ή ενεργώντας ή κρίνοντας κατά λάθος

  • "Είναι λάθος να σκέφτεσαι έτσι"
    συνώνυμο:
  • λάθος

6. Not in accord with established usage or procedure

  • "The wrong medicine"
  • "The wrong way to shuck clams"
  • "It is incorrect for a policeman to accept gifts"
    synonym:
  • wrong
  • ,
  • incorrect

6. Δεν συμφωνεί με την καθιερωμένη χρήση ή διαδικασία

  • "Λάθος φάρμακο"
  • "Ο λάθος τρόπος για να σπάσουμε τους κλαμπ"
  • "Είναι λάθος για έναν αστυνομικό να δέχεται δώρα"
    συνώνυμο:
  • λάθος
  • ,
  • λανθασμένοσ

7. Used of the side of cloth or clothing intended to face inward

  • "Socks worn wrong side out"
    synonym:
  • wrong

7. Χρησιμοποιείται από την πλευρά του υφάσματος ή των ενδυμάτων που προορίζονται να αντιμετωπίσουν προς τα μέσα

  • "Οι αποκλεισμοί φθείρονται λάθος πλευρά"
    συνώνυμο:
  • λάθος

8. Badly timed

  • "An ill-timed intervention"
  • "You think my intrusion unseasonable"
  • "An untimely remark"
  • "It was the wrong moment for a joke"
    synonym:
  • ill-timed
  • ,
  • unseasonable
  • ,
  • untimely
  • ,
  • wrong

8. Άσχημα χρονομετρημένο

  • "Μια κακή παρέμβαση"
  • "Νομίζεις ότι η εισβολή μου δεν είναι λογική"
  • "Πρόωρη παρατήρηση"
  • "Ήταν η λάθος στιγμή για ένα αστείο"
    συνώνυμο:
  • απρόσεκτοσ
  • ,
  • αλόγιστοσ
  • ,
  • πρόωρα
  • ,
  • λάθος

9. Characterized by errors

  • Not agreeing with a model or not following established rules
  • "He submitted a faulty report"
  • "An incorrect transcription"
  • The wrong side of the road"
    synonym:
  • faulty
  • ,
  • incorrect
  • ,
  • wrong

9. Χαρακτηρίζεται από σφάλματα

  • Δεν συμφωνεί με ένα μοντέλο ή δεν ακολουθεί καθιερωμένους κανόνες
  • "Υπέβαλε εσφαλμένη έκθεση"
  • "Λανθασμένη μεταγραφή"
  • Η λάθος πλευρά του δρόμου"
    συνώνυμο:
  • ελαττωματικόσ
  • ,
  • λανθασμένοσ
  • ,
  • λάθος

adverb

1. In an inaccurate manner

  • "He decided to reveal the details only after other sources had reported them incorrectly"
  • "She guessed wrong"
    synonym:
  • incorrectly
  • ,
  • wrongly
  • ,
  • wrong

1. Με ανακριβή τρόπο

  • "Αποφάσισε να αποκαλύψει τις λεπτομέρειες μόνο αφού άλλες πηγές τις είχαν αναφέρει εσφαλμένα"
  • "Μαντέψαμε λάθος"
    συνώνυμο:
  • λανθασμένα
  • ,
  • λάθος

Examples of using

It doesn't give me any satisfaction to prove you wrong.
Δεν μου δίνει καμία ικανοποίηση να σας αποδείξω λάθος.
Tom is running around with the wrong crowd.
Ο Τομ τρέχει γύρω με το λάθος πλήθος.
A new study shows that everything we thought we knew up to now, is wrong.
Μια νέα μελέτη δείχνει ότι όλα όσα νομίζαμε ότι ξέραμε μέχρι τώρα, είναι λάθος.