Translation meaning & definition of the word "writhing" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "περιφρόνηση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Writhing
[Καταβροχθίζω]/raɪðɪŋ/
adjective
1. Moving in a twisting or snake-like or wormlike fashion
- "Wiggly worms"
- synonym:
- wiggly ,
- wriggling ,
- wriggly ,
- writhing
1. Μετακίνηση με μια συστροφή ή φίδι-όπως ή σκουλήκι μόδα
- "Μεγάλα σκουλήκια"
- συνώνυμο:
- περιπλανώμενοσ ,
- συνωστισμόσ ,
- αναστατωμένος ,
- στριφογυρίζω