Translation meaning & definition of the word "wrist" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "καρπός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Wrist
[Καρπός]/rɪst/
noun
1. A joint between the distal end of the radius and the proximal row of carpal bones
- synonym:
- wrist ,
- carpus ,
- wrist joint ,
- radiocarpal joint ,
- articulatio radiocarpea
1. Μια άρθρωση μεταξύ του αποστακτικού άκρου της ακτίνας και της εγγύς σειράς των καρπιαίων οστών
- συνώνυμο:
- καρπός ,
- άρθρωση καρπού ,
- ραδιοκάρπιο ,
- ραδιοκάρπεα