Translation meaning & definition of the word "wrinkled" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ρυτίδα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Wrinkled
[Ρυτιδώ]/rɪŋkəld/
adjective
1. Marked by wrinkles
- "Tired travelers in wrinkled clothes"
- synonym:
- wrinkled ,
- wrinkly
1. Χαρακτηρίζεται από ρυτίδες
- "Κουρασμένοι ταξιδιώτες με ζαρωμένα ρούχα"
- συνώνυμο:
- τσαλακωμένο ,
- ρυτιδιασμένα
2. (of linens or clothes) not ironed
- "A pile of unironed laundry"
- "Wore unironed jeans"
- synonym:
- unironed ,
- wrinkled
2. (από λινά ή ρούχα) δεν σιδερώνεται
- "Ένας σωρός από αχαλίνωτο πλυντήριο"
- "Πυρηνικά αχαλίνωτα τζιν"
- συνώνυμο:
- αμόλυντοσ ,
- τσαλακωμένο