Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "wrinkle" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ρυτίδα" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Wrinkle

[Ρυτίδα]
/rɪŋkəl/

noun

1. A slight depression in the smoothness of a surface

  • "His face has many lines"
  • "Ironing gets rid of most wrinkles"
    synonym:
  • wrinkle
  • ,
  • furrow
  • ,
  • crease
  • ,
  • crinkle
  • ,
  • seam
  • ,
  • line

1. Μια μικρή κατάθλιψη στην ομαλότητα μιας επιφάνειας

  • "Το πρόσωπό του έχει πολλές γραμμές"
  • "Το σίδερο απαλλάσσει από τις περισσότερες ρυτίδες"
    συνώνυμο:
  • ρυτίδα
  • ,
  • αυλάκι
  • ,
  • πτυχή
  • ,
  • παστώνω
  • ,
  • ραφή
  • ,
  • γραμμή

2. A minor difficulty

  • "They finally have the wrinkles pretty well ironed out"
    synonym:
  • wrinkle

2. Μια μικρή δυσκολία

  • "Τελικά έχουν τις ρυτίδες αρκετά καλά σιδερωμένες"
    συνώνυμο:
  • ρυτίδα

3. A clever method of doing something (especially something new and different)

    synonym:
  • wrinkle

3. Μια έξυπνη μέθοδος για να κάνει κάτι (ειδικά κάτι νέο και διαφορετικό)

    συνώνυμο:
  • ρυτίδα

verb

1. Gather or contract into wrinkles or folds

  • Pucker
  • "Purse ones's lips"
    synonym:
  • purse
  • ,
  • wrinkle

1. Συγκεντρώστε ή συσπειρωθείτε σε ρυτίδες ή πτυχές

  • Πούλκερ
  • "Πατήστε τα χείλη"
    συνώνυμο:
  • πορτοφόλι
  • ,
  • ρυτίδα

2. Make wrinkles or creases on a smooth surface

  • Make a pressed, folded or wrinkled line in
  • "The dress got wrinkled"
  • "Crease the paper like this to make a crane"
    synonym:
  • wrinkle
  • ,
  • ruckle
  • ,
  • crease
  • ,
  • crinkle
  • ,
  • scrunch
  • ,
  • scrunch up
  • ,
  • crisp

2. Κάντε ρυτίδες ή πτυχώσεις σε μια λεία επιφάνεια

  • Κάντε μια πιεσμένη, διπλωμένη ή τσαλακωμένη γραμμή
  • "Το φόρεμα τσαλακώθηκε"
  • "Μειώστε το χαρτί έτσι για να κάνετε ένα γερανό"
    συνώνυμο:
  • ρυτίδα
  • ,
  • βολίδα
  • ,
  • πτυχή
  • ,
  • παστώνω
  • ,
  • τραγανίζω
  • ,
  • τραγανός

3. Make wrinkled or creased

  • "Furrow one's brow"
    synonym:
  • furrow
  • ,
  • wrinkle
  • ,
  • crease

3. Κάντε τσαλακωμένο ή τσαλακωμένο

  • "Φρύδι κάποιου"
    συνώνυμο:
  • αυλάκι
  • ,
  • ρυτίδα
  • ,
  • πτυχή

4. Become wrinkled or crumpled or creased

  • "This fabric won't wrinkle"
    synonym:
  • rumple
  • ,
  • crumple
  • ,
  • wrinkle
  • ,
  • crease
  • ,
  • crinkle

4. Τσαλακώνεται ή τσαλακώνεται ή τρίζεται

  • "Αυτό το ύφασμα δεν θα ρυτιδώσει"
    συνώνυμο:
  • παραπονιέμαι
  • ,
  • τσαλακώνω
  • ,
  • ρυτίδα
  • ,
  • πτυχή
  • ,
  • παστώνω

Examples of using

Hang up your shirts before they wrinkle.
Κρεμάστε τα πουκάμισα σας πριν ρυτιδιαστούν.
Hang up your shirts before they wrinkle.
Κρεμάστε τα πουκάμισα σας πριν ρυτιδιαστούν.