Translation meaning & definition of the word "wringer" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "πιο περίπλοκη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Wringer
[Πτερυγωτήσ]/rɪŋər/
noun
1. A clothes dryer consisting of two rollers between which the wet clothes are squeezed
- synonym:
- wringer
1. Ένα στεγνωτήριο ρούχων που αποτελείται από δύο κυλίνδρους μεταξύ των οποίων τα υγρά ρούχα συμπιέζονται
- συνώνυμο:
- τσαλακώνω