Translation meaning & definition of the word "wriggle" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "συναγωγή" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Wriggle
[Στριφογυρίζω]/rɪgəl/
noun
1. The act of wiggling
- synonym:
- wiggle ,
- wriggle ,
- squirm
1. Η πράξη του περιπλανώματος
- συνώνυμο:
- περιπλανώμαι ,
- στριφογυρίζω ,
- ανατριχιαστικόσ
verb
1. To move in a twisting or contorted motion, (especially when struggling)
- "The prisoner writhed in discomfort"
- "The child tried to wriggle free from his aunt's embrace"
- synonym:
- writhe ,
- wrestle ,
- wriggle ,
- worm ,
- squirm ,
- twist
1. Για να μετακινηθείτε σε μια συστροφή ή διαστρεβλωμένη κίνηση, (ειδικά όταν αγωνίζεστε)
- "Ο κρατούμενος γράφτηκε σε δυσφορία"
- "Το παιδί προσπάθησε να απελευθερωθεί από την αγκαλιά της θείας του"
- συνώνυμο:
- σπαθί ,
- πάλη ,
- στριφογυρίζω ,
- σκουλήκι ,
- ανατριχιαστικόσ ,
- συστροφή