Translation meaning & definition of the word "wrestler" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "παραβάτης" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Wrestler
[Παραπαίουσα]/rɛsələr/
noun
1. Combatant who tries to throw opponent to the ground
- synonym:
- wrestler ,
- grappler ,
- matman
1. Μαχητής που προσπαθεί να ρίξει τον αντίπαλο στο έδαφος
- συνώνυμο:
- παλαιστήσ ,
- αρπακτικόσ ,
- μάτμαν
Examples of using
He is a little light for a sumo wrestler.
Είναι λίγο φως για έναν παλαιστή σούμο.
The wrestler weighs over 100 kilograms.
Ο παλαιστής ζυγίζει πάνω από 100 κιλά.
The wrestler weighs over 200 kilograms.
Ο παλαιστής ζυγίζει πάνω από 200 κιλά.