Translation meaning & definition of the word "wrestle" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "συμπόνια" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Wrestle
[Σφυροκόπημα]/rɛsəl/
noun
1. The act of engaging in close hand-to-hand combat
- "They had a fierce wrestle"
- "We watched his grappling and wrestling with the bully"
- synonym:
- wrestle ,
- wrestling ,
- grapple ,
- grappling ,
- hand-to-hand struggle
1. Η πράξη της συμμετοχής σε στενή μάχη από χέρι σε χέρι
- "Είχαν μια σκληρή πάλη"
- "Παρακολουθήσαμε την προσπάθειά του να παλεύει και να παλεύει με τον θύτη"
- συνώνυμο:
- πάλη ,
- καταπιάνομαι ,
- προσπάθεια ,
- αγώνας χέρι με χέρι
verb
1. Combat to overcome an opposing tendency or force
- "He wrestled all his life with his feeling of inferiority"
- synonym:
- wrestle
1. Αγωνιστείτε για να ξεπεράσετε μια αντίθετη τάση ή δύναμη
- "Πάλεψε όλη του τη ζωή με την αίσθηση της κατωτερότητας"
- συνώνυμο:
- πάλη
2. Engage in deep thought, consideration, or debate
- "I wrestled with this decision for years"
- synonym:
- wrestle
2. Εμπλακείτε σε βαθιά σκέψη, σκέψη ή συζήτηση
- "Πάλεψα με αυτή την απόφαση για χρόνια"
- συνώνυμο:
- πάλη
3. To move in a twisting or contorted motion, (especially when struggling)
- "The prisoner writhed in discomfort"
- "The child tried to wriggle free from his aunt's embrace"
- synonym:
- writhe ,
- wrestle ,
- wriggle ,
- worm ,
- squirm ,
- twist
3. Για να μετακινηθείτε σε μια συστροφή ή διαστρεβλωμένη κίνηση, (ειδικά όταν αγωνίζεστε)
- "Ο κρατούμενος γράφτηκε σε δυσφορία"
- "Το παιδί προσπάθησε να απελευθερωθεί από την αγκαλιά της θείας του"
- συνώνυμο:
- σπαθί ,
- πάλη ,
- στριφογυρίζω ,
- σκουλήκι ,
- ανατριχιαστικόσ ,
- συστροφή
4. Engage in a wrestling match
- "The children wrestled in the garden"
- synonym:
- wrestle
4. Εμπλακεί σε έναν αγώνα πάλης
- "Τα παιδιά πάλεψαν στον κήπο"
- συνώνυμο:
- πάλη