Translation meaning & definition of the word "wrench" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "γαλλικά" στην ελληνική γλώσσα
Wrench
[Κλειδί]noun
1. A sharp strain on muscles or ligaments
- "The wrench to his knee occurred as he fell"
- "He was sidelined with a hamstring pull"
- synonym:
- wrench ,
- twist ,
- pull
1. Μια απότομη πίεση στους μύες ή τους συνδέσμους
- "Το κλειδί στο γόνατό του συνέβη καθώς έπεσε"
- "Είχε παραγκωνιστεί με ένα τράβηγμα από χάμστερ"
- συνώνυμο:
- κλειδί ,
- συστροφή ,
- τραβώ
2. A jerky pulling movement
- synonym:
- twist ,
- wrench
2. Μια τραβηχτή κίνηση
- συνώνυμο:
- συστροφή ,
- κλειδί
3. A hand tool that is used to hold or twist a nut or bolt
- synonym:
- wrench ,
- spanner
3. Ένα εργαλείο χεριών που χρησιμοποιείται για να κρατήσει ή να στρίψει ένα καρύδι ή ένα μπουλόνι
- συνώνυμο:
- κλειδί
verb
1. Twist or pull violently or suddenly, especially so as to remove (something) from that to which it is attached or from where it originates
- "Wrench a window off its hinges"
- "Wrench oneself free from somebody's grip"
- "A deep sigh was wrenched from his chest"
- synonym:
- wrench ,
- twist
1. Στρίψτε ή τραβήξτε βίαια ή ξαφνικά, ειδικά για να αφαιρέσετε το (σον) από εκείνο στο οποίο είναι συνδεδεμένο ή από όπου προέρχεται
- "Τυλίξτε ένα παράθυρο από τους μεντεσέδες του"
- "Απελευθερωθείτε από τη λαβή κάποιου"
- "Ένας βαθύς αναστεναγμός ήταν αποσπασμένος από το στήθος του"
- συνώνυμο:
- κλειδί ,
- συστροφή
2. Make a sudden twisting motion
- synonym:
- wrench
2. Κάντε μια ξαφνική κίνηση στρίψιμο
- συνώνυμο:
- κλειδί
3. Twist and compress, as if in pain or anguish
- "Wring one's hand"
- synonym:
- wring ,
- wrench
3. Στρίψτε και συμπιέστε, σαν να είναι σε πόνο ή αγωνία
- "Φέρε το χέρι"
- συνώνυμο:
- στύψιμο ,
- κλειδί
4. Twist suddenly so as to sprain
- "Wrench one's ankle"
- "The wrestler twisted his shoulder"
- "The hikers sprained their ankles when they fell"
- "I turned my ankle and couldn't walk for several days"
- synonym:
- twist ,
- sprain ,
- wrench ,
- turn ,
- wrick ,
- rick
4. Στρίψτε ξαφνικά για να διαστραφείτε
- "Γαλλικός αστράγαλος"
- "Ο παλαιστής έστριψε τον ώμο του"
- "Οι πεζοπόροι έσπασαν τους αστραγάλους τους όταν έπεσαν"
- "Γύριζα τον αστράγαλό μου και δεν μπορούσα να περπατήσω για αρκετές μέρες"
- συνώνυμο:
- συστροφή ,
- διάστρεμμα ,
- κλειδί ,
- στρέφω ,
- τραβώ ,
- ρικ