Translation meaning & definition of the word "wreck" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ναυάγιο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Wreck
[Ναυάγιο]/rɛk/
noun
1. Something or someone that has suffered ruin or dilapidation
- "The house was a wreck when they bought it"
- "Thanks to that quack i am a human wreck"
- synonym:
- wreck
1. Κάτι ή κάποιος που έχει υποστεί καταστροφή ή ερείπωση
- "Το σπίτι ήταν ναυάγιο όταν το αγόρασαν"
- "Ευχαριστώ σε αυτό το κουάκ είμαι ένα ανθρώπινο ναυάγιο"
- συνώνυμο:
- ναυάγιο
2. An accident that destroys a ship at sea
- synonym:
- shipwreck ,
- wreck
2. Ένα ατύχημα που καταστρέφει ένα πλοίο στη θάλασσα
- συνώνυμο:
- ναυάγιο
3. A serious accident (usually involving one or more vehicles)
- "They are still investigating the crash of the twa plane"
- synonym:
- crash ,
- wreck
3. Ένα σοβαρό ατύχημα (συνήθως περιλαμβάνει ένα ή περισσότερα οχήματα)
- "Εξακολουθούν να ερευνούν τη συντριβή του αεροπλάνου του δβα"
- συνώνυμο:
- συντρίβω ,
- ναυάγιο
4. A ship that has been destroyed at sea
- synonym:
- wreck
4. Ένα πλοίο που έχει καταστραφεί στη θάλασσα
- συνώνυμο:
- ναυάγιο
verb
1. Smash or break forcefully
- "The kid busted up the car"
- synonym:
- bust up ,
- wreck ,
- wrack
1. Συνθλίψτε ή σπάστε δυναμικά
- "Το παιδί έσπασε το αυτοκίνητο"
- συνώνυμο:
- πυροβολώ ,
- ναυάγιο ,
- περιτύλιγμα