Translation meaning & definition of the word "wrangle" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μπερδεμένος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Wrangle
[Κυματίζω]/ræŋgəl/
noun
1. An angry dispute
- "They had a quarrel"
- "They had words"
- synonym:
- quarrel ,
- wrangle ,
- row ,
- words ,
- run-in ,
- dustup
1. Μια θυμωμένη διαμάχη
- "Είχαν μια διαμάχη"
- "Είχαν λόγια"
- συνώνυμο:
- διαμάχη ,
- στριφογυρίζω ,
- σειρά ,
- λέξεισ ,
- τρέχω ,
- ξεσκονίζω
2. An instance of intense argument (as in bargaining)
- synonym:
- haggle ,
- haggling ,
- wrangle ,
- wrangling
2. Ένα παράδειγμα έντονου επιχειρήματος (ας στη διαπραγμάτευση)
- συνώνυμο:
- παραλαβή ,
- παζαρεύω ,
- στριφογυρίζω
verb
1. To quarrel noisily, angrily or disruptively
- "The bar keeper threw them out, but they continued to wrangle on down the street"
- synonym:
- brawl ,
- wrangle
1. Για να καυγαδίσει θορυβωδώς, θυμωμένος ή αναστατωμένος
- "Ο φύλακας του μπαρ τους πέταξε έξω, αλλά συνέχισαν να στραγγαλίζονται στο δρόμο"
- συνώνυμο:
- φιλονικία ,
- στριφογυρίζω
2. Herd and care for
- "Wrangle horses"
- synonym:
- wrangle
2. Κοπάδι και φροντίδα για
- "Γωνία άλογα"
- συνώνυμο:
- στριφογυρίζω