Translation meaning & definition of the word "wrack" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "παρακολούθηση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Wrack
[Καταστρατηγώ]/ræk/
noun
1. Dried seaweed especially that cast ashore
- synonym:
- wrack
1. Αποξηραμένα φύκια ειδικά αυτά που ρίχνουν στην ξηρά
- συνώνυμο:
- περιτύλιγμα
2. The destruction or collapse of something
- "Wrack and ruin"
- synonym:
- wrack ,
- rack
2. Η καταστροφή ή η κατάρρευση κάποιου πράγματος
- "Παρακολούθηση και καταστροφή"
- συνώνυμο:
- περιτύλιγμα ,
- ράφι
3. Growth of marine vegetation especially of the large forms such as rockweeds and kelp
- synonym:
- sea wrack ,
- wrack
3. Ανάπτυξη της θαλάσσιας βλάστησης κυρίως των μεγάλων μορφών όπως τα φύκια και το φύκι
- συνώνυμο:
- περιτύλιγμα στη θάλασσα ,
- περιτύλιγμα
verb
1. Smash or break forcefully
- "The kid busted up the car"
- synonym:
- bust up ,
- wreck ,
- wrack
1. Συνθλίψτε ή σπάστε δυναμικά
- "Το παιδί έσπασε το αυτοκίνητο"
- συνώνυμο:
- πυροβολώ ,
- ναυάγιο ,
- περιτύλιγμα