Translation meaning & definition of the word "wow" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ουρά" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Wow
[Ουάου]/waʊ/
noun
1. A joke that seems extremely funny
- synonym:
- belly laugh ,
- sidesplitter ,
- howler ,
- thigh-slapper ,
- scream ,
- wow ,
- riot
1. Ένα αστείο που φαίνεται εξαιρετικά αστείο
- συνώνυμο:
- η κοιλιά γελάει ,
- πλαϊνόσ ,
- ουρλιάζων ,
- μηρό-σκαλωτή ,
- κραυγή ,
- ουάου ,
- ταραχή
verb
1. Impress greatly
- "The speaker wowed the audience"
- synonym:
- wow
1. Εντυπωσιάζω πολύ
- "Ο ομιλητής επιβεβαίωσε το κοινό"
- συνώνυμο:
- ουάου
Examples of using
"What does the dog say?" - "Bow, wow."
"Τι λέει ο σκύλος; " "Τέρμα, ουάου."