Translation meaning & definition of the word "woven" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "υφασμένο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Woven
[Υφασμένος]/woʊvən/
adjective
1. Made or constructed by interlacing threads or strips of material or other elements into a whole
- "Woven fabrics"
- "Woven baskets"
- "The incidents woven into the story"
- "Folk songs woven into a symphony"
- synonym:
- woven
1. Κατασκευασμένος ή κατασκευασμένος από τα νήματα ή τις λωρίδες του υλικού ή άλλων στοιχείων σε ένα σύνολο
- "Υφαντά υφάσματα"
- "Υφασμένα καλάθια"
- "Τα περιστατικά που υφαίνονται στην ιστορία"
- "Τραγούδια από τους ακόλουθους υφασμένα σε μια συμφωνία"
- συνώνυμο:
- υφασμένος