Translation meaning & definition of the word "wounded" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "τυλιγμένο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Wounded
[Τραυματίστηκε]/wundɪd/
noun
1. People who are wounded
- "They had to leave the wounded where they fell"
- synonym:
- wounded ,
- maimed
1. Ανθρώπους που τραυματίστηκαν
- "Έπρεπε να αφήσουν τους τραυματίες εκεί που έπεσαν"
- συνώνυμο:
- τραυματισμένος ,
- ακρωτηριασμένοσ
adjective
1. Suffering from physical injury especially that suffered in battle
- "Nursing his wounded arm"
- "Ambulances...for the hurt men and women"
- synonym:
- hurt ,
- wounded
1. Πάσχουν από σωματική βλάβη, ειδικά αυτή που υπέφερε στη μάχη
- "Φέρνοντας το πληγωμένο χέρι"
- "Ασθενείς.για τους τραυματίες άνδρες και γυναίκες"
- συνώνυμο:
- πληγώνω ,
- τραυματισμένος
Examples of using
Tom got wounded in the battle.
Ο Τομ τραυματίστηκε στη μάχη.
Tom was badly wounded.
Ο Τομ τραυματίστηκε άσχημα.
I have been wounded with a knife.
Τραυματίστηκα με μαχαίρι.