Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "worthy" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αξιόλογη" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Worthy

[Αξιάξιοσ]
/wərði/

noun

1. An important, honorable person (word is often used humorously)

  • "He told his story to some conservative worthies"
  • "Local worthies rarely challenged the chief constable"
    synonym:
  • worthy

1. Ένα σημαντικό, έντιμο πρόσωπο (λέξη χρησιμοποιείται συχνά χιουμοριστικά)

  • "Είπε την ιστορία του σε κάποιες συντηρητικές αξίες"
  • "Οι τοπικές αξίες σπάνια αμφισβήτησαν την κύρια σταθερή"
    συνώνυμο:
  • άξιος

adjective

1. Having worth or merit or value

  • Being honorable or admirable
  • "A worthy fellow"
  • "A worthy cause"
    synonym:
  • worthy

1. Έχοντας αξία ή αξία ή αξία

  • Να είσαι αξιότιμος ή αξιοθαύμαστος
  • "Ένας άξιος συνάδελφος"
  • "Μια άξια αιτία"
    συνώνυμο:
  • άξιος

2. Worthy of being chosen especially as a spouse

  • "The parents found the girl suitable for their son"
    synonym:
  • desirable
  • ,
  • suitable
  • ,
  • worthy

2. Αξίζει να επιλεγεί ειδικά ως σύζυγος

  • "Οι γονείς βρήκαν το κορίτσι κατάλληλο για το γιο τους"
    συνώνυμο:
  • επιθυμητός
  • ,
  • κατάλληλος
  • ,
  • άξιος

3. Having qualities or abilities that merit recognition in some way

  • "Behavior worthy of reprobation"
  • "A fact worthy of attention"
    synonym:
  • worthy

3. Έχοντας ιδιότητες ή ικανότητες που αξίζουν την αναγνώριση με κάποιο τρόπο

  • "Συμπεριφορά αντάξια της αποδοκιμασίας"
  • "Ένα γεγονός που αξίζει προσοχή"
    συνώνυμο:
  • άξιος

Examples of using

Nobody did anything worthy this year.
Κανείς δεν έκανε κάτι άξιο φέτος.
He's not worthy of you.
Δεν είναι άξιος για σένα.
His invention is worthy of attention.
Η εφεύρεσή του αξίζει την προσοχή.