Translation meaning & definition of the word "worst" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "χειρότερη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Worst
[Χειρότερα]/wərst/
noun
1. The least favorable outcome
- "The worst that could happen"
- synonym:
- worst
1. Το λιγότερο ευνοϊκό αποτέλεσμα
- "Το χειρότερο που θα μπορούσε να συμβεί"
- συνώνυμο:
- χειρότερα
2. The greatest damage or wickedness of which one is capable
- "The invaders did their worst"
- "So pure of heart that his worst is another man's best"
- synonym:
- worst
2. Η μεγαλύτερη ζημιά ή κακία για την οποία κάποιος είναι ικανός
- "Οι εισβολείς έκαναν τα χειρότερα"
- "Τόσο καθαρή καρδιά που το χειρότερο είναι το καλύτερο ενός άλλου ανθρώπου"
- συνώνυμο:
- χειρότερα
3. The weakest effort or poorest achievement one is capable of
- "It was the worst he had ever done on a test"
- synonym:
- worst
3. Η πιο αδύναμη προσπάθεια ή το φτωχότερο επίτευγμα είναι ικανή
- "Ήταν το χειρότερο που είχε κάνει ποτέ σε ένα τεστ"
- συνώνυμο:
- χειρότερα
verb
1. Defeat thoroughly
- "He mopped up the floor with his opponents"
- synonym:
- worst ,
- pip ,
- mop up ,
- whip ,
- rack up
1. Νικήστε πλήρως
- "Σφουγγάρισε το πάτωμα με τους αντιπάλους του"
- συνώνυμο:
- χειρότερα ,
- σωλήνασ ,
- σφουγγαρίζω ,
- μαστίγιο ,
- επιτίθεμαι
adjective
1. (superlative of `bad') most wanting in quality or value or condition
- "The worst player on the team"
- "The worst weather of the year"
- synonym:
- worst
1. (υπερθετικός του `κακού') που επιθυμεί περισσότερο στην ποιότητα ή την αξία ή την κατάσταση
- "Ο χειρότερος παίκτης της ομάδας"
- "Ο χειρότερος καιρός της χρονιάς"
- συνώνυμο:
- χειρότερα
adverb
1. To the highest degree of inferiority or badness
- "She suffered worst of all"
- "Schools were the worst hit by government spending cuts"
- "The worst dressed person present"
- synonym:
- worst
1. Στον υψηλότερο βαθμό κατωτερότητας ή κακίας
- "Υπέφερε το χειρότερο από όλα"
- "Τα σχολεία ήταν τα χειρότερα που επλήγησαν από τις περικοπές κρατικών δαπανών"
- "Το χειρότερο ντυμένο άτομο που υπάρχει"
- συνώνυμο:
- χειρότερα
Examples of using
This is the worst earthquake on record.
Αυτός είναι ο χειρότερος σεισμός που έχει καταγραφεί.
You're the worst basketball coach this team has ever had.
Είσαι ο χειρότερος προπονητής μπάσκετ που είχε ποτέ αυτή η ομάδα.
The worst part of the trip is past.
Το χειρότερο μέρος του ταξιδιού είναι παρελθόν.