Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "worship" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "λατρεία" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Worship

[Λατρεία]
/wərʃəp/

noun

1. The activity of worshipping

    synonym:
  • worship

1. Η δραστηριότητα της λατρείας

    συνώνυμο:
  • λατρεία

2. A feeling of profound love and admiration

    synonym:
  • worship
  • ,
  • adoration

2. Αίσθηση βαθιάς αγάπης και θαυμασμού

    συνώνυμο:
  • λατρεία

verb

1. Love unquestioningly and uncritically or to excess

  • Venerate as an idol
  • "Many teenagers idolized the beatles"
    synonym:
  • idolize
  • ,
  • idolise
  • ,
  • worship
  • ,
  • hero-worship
  • ,
  • revere

1. Αγάπη αναμφισβήτητα και χωρίς κριτική ή σε υπερβολή

  • Βιβλίο ως είδωλο
  • "Πολλοί έφηβοι ειδωλοποίησαν τους μπιτλς"
    συνώνυμο:
  • ειδωλοποιώ
  • ,
  • λατρεία
  • ,
  • ηρωίδα-λατρεία
  • ,
  • επιτιμώ

2. Show devotion to (a deity)

  • "Many hindus worship shiva"
    synonym:
  • worship

2. Δείξτε αφοσίωση στο (α δειτυ)

  • "Πολλοί ινδουιστές λατρεύουν τον σίβα"
    συνώνυμο:
  • λατρεία

3. Attend religious services

  • "They worship in the traditional manner"
    synonym:
  • worship

3. Παρακολουθήστε θρησκευτικές υπηρεσίες

  • "Λατρεύουν με τον παραδοσιακό τρόπο"
    συνώνυμο:
  • λατρεία

Examples of using

Between men and women there is no friendship possible. There is passion, enmity, worship, love, but no friendship.
Μεταξύ ανδρών και γυναικών δεν υπάρχει δυνατότητα φιλίας. Υπάρχει πάθος, εχθρότητα, λατρεία, αγάπη, αλλά όχι φιλία.
They worship every Sunday.
Λατρεύουν κάθε Κυριακή.
He regarded her with worship in his eyes.
Την κοίταξε με λατρεία στα μάτια του.