Translation meaning & definition of the word "worsening" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "βροχή" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Worsening
[Επιδείνωση]/wərsənɪŋ/
noun
1. Process of changing to an inferior state
- synonym:
- deterioration ,
- decline in quality ,
- declension ,
- worsening
1. Η διαδικασία της αλλαγής σε μια κατώτερη κατάσταση
- συνώνυμο:
- επιδείνωση ,
- μείωση της ποιότητας ,
- απόκλιση
2. Changing something with the result that it becomes worse
- synonym:
- worsening
2. Αλλάζοντας κάτι με το αποτέλεσμα να γίνει χειρότερο
- συνώνυμο:
- επιδείνωση
adjective
1. Changing for the worse
- "Worried by the worsening storm"
- synonym:
- worsening
1. Αλλαγή προς το χειρότερο
- "Χειροτερεύει από την επιδείνωση της καταιγίδας"
- συνώνυμο:
- επιδείνωση