Translation meaning & definition of the word "worse" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "χειρότερα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Worse
[Χειρότερα]/wərs/
noun
1. Something inferior in quality or condition or effect
- "For better or for worse"
- "Accused of cheating and lying and worse"
- synonym:
- worse
1. Κάτι κατώτερο σε ποιότητα ή κατάσταση ή αποτέλεσμα
- "Για καλύτερα ή για χειρότερα"
- "Κατηγορείται για εξαπάτηση και ψέματα και χειρότερα"
- συνώνυμο:
- χειρότερα
adjective
1. (comparative of `bad') inferior to another in quality or condition or desirability
- "This road is worse than the first one we took"
- "The road is in worse shape than it was"
- "She was accused of worse things than cheating and lying"
- synonym:
- worse
1. (συγκριτική του `κακού') κατώτερη από άλλη σε ποιότητα ή κατάσταση ή επιθυμία
- "Αυτός ο δρόμος είναι χειρότερος από τον πρώτο που πήραμε"
- "Ο δρόμος είναι σε χειρότερη κατάσταση από ό, τι ήταν"
- "Κατηγορήθηκε για χειρότερα πράγματα από την εξαπάτηση και το ψέμα"
- συνώνυμο:
- χειρότερα
2. Changed for the worse in health or fitness
- "I feel worse today"
- "Her cold is worse"
- synonym:
- worse ,
- worsened
2. Αλλαγή προς το χειρότερο στην υγεία ή τη φυσική κατάσταση
- "Σήμερα νιώθω χειρότερα"
- "Το κρύο είναι χειρότερο"
- συνώνυμο:
- χειρότερα ,
- επιδεινώθηκε
adverb
1. (comparative of `ill') in a less effective or successful or desirable manner
- "He did worse on the second exam"
- synonym:
- worse
1. (συγκριτική του `θα ') με λιγότερο αποτελεσματικό ή επιτυχημένο ή επιθυμητό τρόπο
- "Τα πήγε χειρότερα στη δεύτερη εξέταση"
- συνώνυμο:
- χειρότερα
Examples of using
We could do worse.
Θα μπορούσαμε να κάνουμε χειρότερα.
The weather is getting worse.
Ο καιρός χειροτερεύει.
The movie is far worse than the book.
Η ταινία είναι πολύ χειρότερη από το βιβλίο.